- ιθυμαχώ
- ἰθυμαχῶ, -έω (Μ) [ιθυμάχος]1. μάχομαι δίκαια, νόμιμα2. μάχομαι σε ανοιχτό χώρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιθυμαχία — ἰθυμαχία και ἰθυμαχίη, ἡ (Α) [ιθυμαχώ] 1. δίκαιη, τίμια μάχη 2. μάχη σε ανοιχτό πεδίο … Dictionary of Greek